22.8.17

Συμπαντικά



Έψαξα, ρώτησα για σένα, περιπλανήθηκα. Κοίταξα σε πεδιάδες, σε βουνά, σε πόλεις, σε λιμάνια μικρά και μεγάλα. Ρώτησα τους ντόπιους, ρώτησα τους περαστικούς. Και όταν τελείωσαν και αυτοί και δεν έμενε κανένας άλλος να ρωτήσω, έψαξα σε κόσμους μαγικούς, ονειρεμένους, σε κόσμους της φαντασίας μου, αλλά δεν ήσουν ούτε εκεί, δε σε βρήκα.

Δε σταμάτησα να σε αναζητώ από εκείνη την καλοκαιρινή βραδιά, ναι, εκείνη με το ελαφρύ αεράκι που πρωτοείδα το πρόσωπό σου. Θες από πόθο, θες από συνήθεια, θες από μανία, ούτε και εγώ μπορώ να τα ξεχωρίσω πια. Λες και τρύπωσες κρυφά στο κορμί μου και μου έκλεψες την καρδιά.

Άλλοι μου είπαν πως δε σε ξέρουν, πως δε σε έχουν ξαναδεί και άλλοι, πως η φωτογραφία σου - που είχα κλέψει κρυφά από το σπίτι σου για να σε θυμάμαι - δεν τους θυμίζει κάτι. Συνάντησα όμως και μια μαύρη σκιά, από αυτές που το βράδυ μεταμορφώνονται σε εφιάλτες. Αυτή σε αναγνώρισε. Φάνηκε σα να σε ήξερε καιρό. «Μη δίνεις σημασία σε αδιέξοδα» μου είπε, και μετά μουρμούρισε κάτι για πεδία και κενά. Και τότε, είναι που με θρυμματισμένη καρδιά εγώ, κατάλαβα πως αυτό είναι το "δε σ' αγαπά" στα "συμπαντικά" και σταμάτησα να ψάχνω πια για σένα.

Αντίο. Σιχαίνομαι που κλείνω έτσι την ιστορία μας, αλλά ίσως δεν ήταν ποτέ γραφτό για να σε βρω.